Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

ΚΥΝΗΓΟΣ ΨΥΧΩΝ

Ξαφνικά, άκουσα έναν ψίθυρο !
Γύρισα πίσω μου να δώ,
νόμισα πώς είδα ένα είδωλο,
να παίζει τραγούδι νεκρικό.
Ο ύπνος μου διεκόπη βάναυσα,
οργή για τους ασεβείς,
βαριά η ρομφαία του θανάτου,
για όσους αυτόν περιγελούν.
Τώρα ήλθε η ώρα μου να σηκωθώ
και το ταξίδι μου ν' αρχίσω,
μέχρις ότου κάποτε να νικηθώ,
πλήθος οι ψυχές που αξίζω !

κατερίνα Μουρτζίνη

ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙΡΟΥΣ..........

Ανάφουν βώτα
που δεν διώχνουν
το σκοτάδι
σε μπερδεύουν
και ανακατεύουν
το αλφαβητάρι.
Μυρίζουν νεοτερισμό
και καινοτομία
αλλά στην ουσία
ράβουν στην αγάπη
απάτη
ΛΑΜΠΡΑ ΥΠΕΡΟΨΙΑ
μονολογεί Η ΝΕΚΡΟΨΙΑ.

Δήμητρα Αναστασοπούλου

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΑΙΩΝΕΣ, ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Βαθιά αυλάκια οργώνουν το άγριο πρόσωπο,
το ξεθωριασμένο χρώμα των ονείρων,
καθώς τα χρόνια περνούν,
αιώνες, οι δολοφόνοι της ζωής.
Ο πόνος και η θλίψη ξεμυτίζουν,
μέσα απ' των ματιών την τελευταία λάμψη,
καθώς τα χρόνια περνούν,
αιώνες, οι δολοφόνοι της ζωής.
Διαμελισμένες χαρές, απρόσωποι κουρσάροι,
που κάποτε κατέλαβαν το καράβι της ψυχής,
καθώς τα χρόνια περνούν,
αιώνες, οι δολοφόνοι της ζωής.
Όταν κάποτε το τελευταίο φώς χάνεται,
λαμπερό, ανοίγει πληγές στο χώμα,
καθώς τα χρόνια περνούν,
αιώνες, οι δολοφόνοι της ζωής.

Κατερίνα Μουρτζίνη



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ.....

Έπεσε η θλίψη του χειμώνα,
βαρειά στα κουρασμένα σώματα,
αφήνοντας μία κραυγή απελπισίας,
στα βουβά μας στόματα.
Φυγή μακρινή και ανώδυνη,
τι τάχα ζήλεψες απ' αυτήν;
ήθελες να ταξιδέψεις σε μέρη άγνωστα
και έφυγες μια Τρίτη πρωϊνήν.
Η ζωή σου ένα πέρασμα,
αχτίδα στης λύπης την σκοτεινιά,
καλό κατευόδιο όπου κι' αν βρίσκεσαι,
η μνήμη σου για εμάς παρηγοριά...

Κατερίνα Μουρτζίνη

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Λόγια στις Στιγμές του Χρόνου

Τα λόγια είναι στιγμές.
Στιγμές που δεν μπορείς να δεις.
Γι’ αυτό και μόνο τις ειπώνεις,
γιατί δεν θέλεις να χαθούν.
Οι στιγμές είναι χρόνος.
Κι’ ο χρόνος είναι ατελείωτος.
Μα εσύ θέλεις κάτι δεδομένο,
γι’ αυτό και αναζητάς τις στιγμές.
Η ζωή είναι στιγμές.
Στιγμές φτιαγμένες από λόγια και χρόνο.
Πολύ χρόνο και πολλά λόγια.
Κι’ όταν δεν θέλεις κάτι από αυτά,
δημιουργείς τα συναισθήματα.
Τα συναισθήματα είναι άφωνα λόγια,
άχρονες στιγμές που δεν μετράς.
Κι’ όταν δεν θέλεις να μιλήσεις,
μόνο αισθάνεσαι..
Κι’ αισθάνεσαι όταν θέλεις να αισθάνεσαι,
διαφορετικά νεκρώνεις και μόνο μιλάς.
Μιλάς μέχρι τα λόγια να σπάσουν τον χρόνο
και να διασπάσουν τις στιγμές.
Και τότε σιωπάς,
γιατί τα λόγια δεν έχουν νόημα
και οι στιγμές είναι το άπειρο,
γιατί εσύ έχεις νεκρώσει.

Κατερίνα Μουρτζίνη


Νιώθω – Λόγια – Αγαπώ – Σκέψεις

Λόγια, Λόγια, Λόγια !
Και ξανά λόγια, λόγια, λόγια,
ώσπου τα λόγια χάνουν το νόημά τους
κι’ εσύ δεν ξέρεις τι θέλεις να πεις.
Σκέψεις, σκέψεις, Σκέψεις !
Και ξανά σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις,
ώσπου βαριέσαι πια να σκέφτεσαι
και απλώς απολαμβάνεις.
Νιώθεις, Νιώθεις, Νιώθεις !
Και ξανά νιώθεις, νιώθεις, νιώθεις,
ώσπου κουράζεσαι να νιώθεις
και γαληνεύεις.
Αγαπάς, Αγαπάς, Αγαπάς !
Και ξανά αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς,
ώσπου φοβάσαι να αγαπάς
και σταματάει ο πόνος.

Κατερίνα Μουρτζίνη




Λιουμπομίρ Λεβτσέβ[1]

Γεννήθηκε το 1935. Είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος Βούλγαρος ποιητής. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας. Από το 1961 ως το 1971 εργάστηκε ως συντάκτης και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας λογοτεχνικής εφημερίδας «Literaturen front», οργάνου της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων. Από το 1975 ως το 1979 διετέλεσε πρώτος Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού, αντίστοιχης με Υπουργείο Πολιτισμού.
Επίσης από το 1979 ως το 1989 υπήρξε Πρόεδρος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων. Μέχρι σήμερα παραμένει ενεργό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Τέχνης και Πολιτισμού.
Είναι ένας εκ των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Ποίησης που εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Είναι επίσης «φέλοου» του Πανεπιστημίου του Γιεϊλ, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και μέλος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Ιδρύματος της Μόσχας.
Το σημαντικό ποιητικό του έργο (πάνω από 30 ποιητικές συλλογές και δύο μυθιστορήματα), έχει αναγνωρισθεί και βραβευθεί διεθνώς. Έχουν εκδοθεί 58 δικά του βιβλία σε 36 χώρες του κόσμου – και στα ελληνικά.
Έχει λάβει τα εξής βραβεία:
- Χρυσό μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας και τον τίτλο Ιππότης της Ποίησης, Γαλλία 1985.
- Μετάλλιο της Εταιρείας Συγγραφέων, Βενεζουέλα 1985.
- Βραβείο «Μάτε Ζάλκα» και «Μπορίς Πολεβόι», Ρωσία 1985.
- Μεγάλο Βραβείο του Ινστιτούτου Αλ. Πούσκιν και της Σορβόνης, 1989.
- Παγκόσμιο βραβείο Μυστικιστικής ποίησης «Φερνάντο Ριέλο», 1993, κι άλλα.
Είναι παντρεμένος με την ζωγράφο Dora Boneva..
Σε ένα ποίημά του για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων λέει:
«…..Δε με νοιάζει που έρχονται οι βάρβαροι, με τρομάζει που οι Έλληνες φεύγουν τώρα.».


Ενδεικτικά αναφέρονται;


Απόσπασμα από το «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ»

……..Έτσι είναι οι Έλληνες, μάχονται, ξεσπιτώνονται,
ραδιουργούν μεταξύ τους σκληρά,
μα σαν τις δυο άκρες του σπαθιού ενώνονται,
μπροστά στον θάνατο και τη Λευτεριά.
Και θυμάμαι, μα τι να σκεφτώ τον Μιχάλη,
τον φροντίζει του Ολύμπου ο κουτσός θεός,
έγινε ζωγράφος, αυτοπυρπολήθηκε,
φλέγεται με βουλγάρικο και ελληνικό φως.
……...Μα για ποιους Έλληνες τώρα φλυαρώ,
για ποιους Δελφούς σας αναστατώνω..
Για τους Έλληνες μέσα μας σας μιλώ !
Για την παραξενιά του ανθρώπου να
παλεύει τον χρόνο !
Κι η δίψα για νέο, η δίψα για ρίσκο,
η δίψα για δίψα, που αναβαπτίζεται
κι ο Κωστάκης ο κουτσός κομμουνιστής,
κάπου στο Σύμπαν διακτινίζεται.
Επιστρέφουν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες,
μα γι’ αυτούς σα να είναι εξορία
γυρνάν απ’ το άπειρο σε επουλωμένες πληγές,
σε ποίημα του Ρίτσου, στην Ονειρία.
Επαναπατρίζονται, χάνονται με περήφανη θλίψη,
όπως καταλαγιάζει στο γάμο η ερωτική μπόρα,
δεν με νοιάζει που έρχονται οι βάρβαροι,
με τρομάζει που οι Έλληνες φεύγουν τώρα !



ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΨΑΛΙΔΙΣΜΕΝΑ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ

Έσταζε σιγά αστέρια
από τις άγριες καστανιές,
στο τέλος, τα’ ανιαρό της Κυριακής,
όταν,
ξεπρόβαλε στη βόλτα
το αγόρι , με τα πιο στενά παντελόνια.
Ο Βαλέρι Μπρούμελ
έχει
το πιο ψηλό άλμα !
Η Ίμα Σούμακ
έχει τη μεγαλύτερη φωνή !
Και το αγόρι έχει
το πιο στενό παντελόνι.
Εσείς,
που δεν έχετε τίποτα «πιο»
θα μπορέσετε άραγε να καταλάβετε
πώς περπατούσε
και πώς περίμενε
να τον φωνάξει στο στενάκι
το πιο όμορφο κορίτσι….
…Τον φωνάξανε στο στενάκι…

Δυο μπουνιές
και…
καταγής.
Σαν νυχτερίδες,
σαν βαμπίρ,
φτερούγισαν τεράστια ψαλίδια.
Και το ‘βαλε στα πόδια το αγόρι,
με τα κομμένα παντελόνια
σαν με κομμένες φλέβες.
Και γέμιζε μόνο ο θρήνος
το τέλος, τα’ ανιαρό της Κυριακής.
Όταν έσταζαν σιγά
τα δάκρυα και τ ‘ άγρια κάστανα –
που ήταν πράσινα
κι αιχμηρά.


[1] Χρήστος Χαρτοματσίδης «Στιχοράματα» - Λιουμπομίρ Λεβτσέβ, εκδόσεις «Μανδραγόρας»
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ[1]



Έλληνας ποιητής και συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων (Κωνσταντινούπολη 1890 – Αθήνα 1953). Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Γαλλία, Βέλγιο και Ελβετία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1924 ήταν διευθυντής της αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Διατέλεσε επίσης ανταποκριτής στην Αθήνα, της μεγαλύτερης εφημερίδας Αλ Αχράμ του Καΐρου.
Μια διάχυτη μελαγχολία διαπότισε τα ποιήματά του με ένα αίσθημα αθυμίας και πίκρας και την ανάγκη μιας φυγής. Αν και νεότερος κάπως, εντάσσεται στο κλίμα της λεγόμενης γενιάς του «μεσοπολέμου», όπου κυριαρχεί η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η συλλογή του Spleen (1972), που χρωστάει τον τίτλο της στη γνωστή μπωντλαιρική διάθεση φυγής και νοσταλγίας. Αλλά η καλύτερη πλευρά του Ουράνη εκφράζεται με τα ταξιδιωτικά του έργα, όπου η υποκειμενική-ρομαντική και αισθητική-θεώρηση των πραγμάτων, συνδυασμένη με μιαν ευσυνείδητη πρόθεση να μην αλλοιωθεί το φυσικό τοπίο ή το κοινωνικό περιβάλλον, δημιουργούν ένα ισόρροπο αποτέλεσμα και διαμορφώνουν ένα αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Το αξιολογότερο ταξιδιωτικό βιβλίο του Ουράνη είναι το αφιερωμένο στην Ισπανία (Sol y Sombra, 1934-1954 συμπληρωμένο).
Μερικά από τα έργα του αποτελούν: Σαν Όνειρα(1909), Νοσταλγίες(1920), ποιητικές συλλογές: Κάρολος Μπωντλαίρ (Αλεξάνδρεια 1918), Αχιλλεύς Παράσχος (1944), πεζά: Σινά (1944), Γλαυκοί Δρόμοι (1947), Ταξίδια στην Ελλάδα (1949).


Ενδεικτικά αναφέρονται[2]:



ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΕΝΑ ΠΕΝΘΙΜΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΔΕΙΛΙ…

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος.
στη στερνήν αγωνία μου τη βροχή θέ ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρούν στο κρεββάτι μου, θέ να ‘ρθεί ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους, που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: « Τον Ουράνη μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…»
θ’ απαντήσει άλλος, παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι.
θε να πουν: « Τ ‘ είναι ο άνθρωπος! Χτες ακόμα εζούσε…»
_ και , βουβοί, στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα ‘ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως « προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχόμενην ».
Κι αυτή θα ‘ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα ‘ναι όλοι οι φίλοι μου – κ’ ίσως – ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι.
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει…




ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Τ’ωραίο καράβι, έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ’ Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και σε λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για την λατρεία
της Αφροδίτης, - του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι είταν μακρύ κ’ η χειμωνιά μας βρήκε!..
Οι φανταχτές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τα’ άνθη εμαραθήκαν
και, κάτου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τα’ αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο.





ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ Ή ΔΙΑΝΟΗΤΗΣ;


Ο καλλιτέχνης που βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του, ονομάζεται σταρ, επώνυμος. Ο καλλιτέχνης όμως που πουλάει τα έργα του όσο, όσο στο πεζοδρόμιο, πώς λέγεται;
Παλιότερα, υπήρχε ο διαχωρισμός ανάμεσα στους ποιητές της « αστικής τάξης » και τους « περιθωριακούς » ποιητές, οι οποίοι δεν εξέφραζαν με τον τρόπο ζωής τους, την κρατούσα ηθική της εποχής. Κυρίως ως περιθωριακοί θεωρούνταν οι « μαύροι ποιητές », αυτοί οι οποίοι μέσα από μια διάχυτη μελαγχολία που κυλούσε στις ρεματιές της ψυχής τους, έδιναν ένα διαφορετικό νόημα στην ζωή. Έδειχναν μιαν άλλη εικόνα του κόσμου, την οποία λίγοι καταλάβαιναν.
Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από ξεχωριστά πνεύματα, χρειάζεται ομοϊδεάτες, πιστούς φύλακες της σταθερότητας!
Χρόνια πριν, η ιδέα του « Μεγάλου Αδελφού » φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ποιός θα ανεχόταν μια οθόνη να τον ελέγχει και να του λέει πως θα ενεργεί σε κάθε στιγμή του; Ποιός θα πίστευε ότι ο άνθρωπος θα έμπαινε σε ένα μοτίβο λειτουργίας και δράσης, μουντό και θλιβερό;
Και όμως ο « Μεγάλος Αδελφός » ήλθε! Ίσως όχι με την μορφή της οθόνης, αλλά υπό την μορφή του λόγου. Ορισμένοι θεώρησαν την τηλεόραση ως την μεγαλύτερη δύναμη, προφανώς ξέχασαν τον προφορικό λόγο. Τις λέξεις, που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, που φτιάχνουν είδωλα και γκρεμίζουν στερεότυπα.
Εξάλλου πώς θα λειτουργήσει η τηλεόραση; Αυτά που ειπώνονται μέσω αυτής, δεν είναι φράσεις που σχηματίζονται από λέξεις – άρα προφορικό λόγο ή μήπως οι εικόνες δεν δημιουργούν λέξεις, συναισθήματα που εκδηλώνονται μόνο μ’ αυτές;
Επομένως είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς, ότι μπορεί να νικηθεί ο λόγος. Αυτός είναι η δύναμη, είτε ως προφορικός, είτε ως γραπτός.
Λόγω λοιπόν αυτής του της δυικότητας, δύο είναι και οι εκπρόσωποί του.
Για τον προφορικό είναι οι ρήτορες, αυτοί οι άνθρωποι με την έντονη προσωπικότητα, την οξύνοια, το καλλιεργημένο πνεύμα, που δυστυχώς εξέλειψαν από την κοινωνία μας.
Για τον γραπτό είναι οι συγγραφείς, οι ποιητές, όσοι τέλος πάντων μεταχειρίζονται την πένα τους. Τι είναι όλοι αυτοί; Συνήθως τους αποδίδεται ο χαρακτηρισμός « Διανοούμενοι » δηλαδή, οι πολύ μορφωμένοι άνθρωποι, οι στοχαστές, η ελίτ, η ιντελιγκέντσια, η πνευματική ηγεσία. Είναι όμως όλοι οι εν ευρεία έννοια καλλιτέχνες διανοούμενοι;
Ας ελπίσουμε πως όχι. Οι πρώτοι στοχάζονται πάνω σε δεδομένες φιλοσοφικές βάσεις και ιδεολογικά συστήματα. Οι δεύτεροι χωρίς να μένουν προσηλωμένοι σε στερεότυπες μορφές σκέψης, έχουν την δυνατότητα να « ταξιδεύουν », να ανοίγουν νέους δρόμους, να εφευρίσκουν νέα συστήματα.
Οι διανοούμενοι είναι ενταγμένοι στο σύστημα. Επιζούν, γιατί είναι γρανάζια της μηχανής που ονομάζεται « κοινωνία ».
Οι διανοητές είναι οι « διαφορετικοί ». Αυτοί που οι άλλοι δεν τους αποδέχονται, όχι γιατί δεν μπορούν, αλλά γιατί δεν θέλουν. Δεν θέλουν να τους αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, να τους βγάλουν απ’ την ρουτίνα της καθημερινότητας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο λόγος, όσο οξύμωρη και αν ακούστηκε αυτή η φράση, πάσχει. Γι’ αυτό μοιάζει με τον Προμηθέα Δεσμώτη.
Πρώτον, επειδή ο ένας εκφραστής του εξαφανίστηκε όπως και οι δεινόσαυροι, εκατομμύρια χρόνια πριν.
Δεύτερον, επειδή οι άλλοι δύο εκφραστές του, βρίσκονται σε διαμάχη.
Ο κόσμος προσέχει αυτά που είτε λένε, είτε γράφουν οι διανοούμενοι. Άρα συνεχίζουν να εκφράζουν τις αντιλήψεις του κοινωνικού Status.
Αντίθετα, αυτούς που πρέπει ν’ ακολουθήσουν, τους απορρίπτουν. Δεν τους δίνουν καμία σημασία και τους θεωρούν, αποτυχημένους κομπογιανίτες, αργόσχολους που δεν θέλουν να ενταχθούν στην κατά την αντίληψή τους ομαλότητα.
Επομένως ο φαύλος κύκλος της στασιμότητας διατηρείται, το « καινούργιο » δεν μπορεί να αναδειχθεί και οι « φωνές » της αλλαγής δεν μπορούν να ακουστούν.
Εωσότου λοιπόν βρεθεί η « χρυσή τομή » : ‘ Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης ’.

Κατερίνα Μουρτζίνη



ΤΟΤΕ…


Τότε ήταν αργά.
Τώρα;
Τώρα νωρίς για να φύγεις.
Νωρίς και πιο πριν από τότε
για να μετανιώσεις,
για να με μετανιώσεις.
Άλλωστε είναι αργότερα από το αργά
για να νιώσεις,
για να με νιώσεις,
για να δεις αυτά που από τότε
και από πριν είχες φοβηθεί.
Κάποτε…
Κάποτε θα εύχεσαι το τότε, το πριν,
το νωρίς και το αργά,
να είναι μετά.
Μετά κι’ όταν για ακόμη μια φορά,
όπως τώρα και όπως τότε,
είσαι εντός, εκτός και επί του χρόνου,
αγγίζοντας δειλά και μόνο το άπειρο-
-το δικό μου άπειρο,
θα παίζεις τούμπαλιν με τετραγωνισμένα
χρονοδιαγράμματα
ή
απλά με τις λέξεις.Και ανά πάσα στιγμή… θα φεύγεις – πάλι.

Δήμητρα Αναστασοπούλου



[1] Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ»
[2] «ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Εκδόσεις: Μάλλιαρη, σελ.247-253.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009


ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν, υποστήριζε ο Αριστοτέλης και αρκετοί άλλοι φιλόσοφοι. Είναι λογικό λοιπόν να θέλει να ζει σε οργανωμένες ομάδες μαζί με άλλους ανθρώπους και γι’ αυτόν τον λόγο πρόθυμα θυσιάζει ή πιο σωστά οριοθετεί μέρος των ελευθεριών του, το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο κατά τον Λόκ.
Στις πρώτες μορφές κοινωνικής συμβίωσης τα πράγματα ήταν αρκετά απλά. Όλοι λειτουργούσαν για το συμφέρον της ομάδας και ούτε λόγος για πλουτισμό. Οι σχέσεις ήταν ανταλλακτικές και αφορούσαν υλικά αγαθά, κυρίως τρόφιμα.
Αργότερα έκανε την εμφάνισή του ο καπιταλισμός και όλα περιπλέχτηκαν. Η οικονομία έγινε κυρίαρχος στόχος, το χρήμα κινητήρια δύναμη και ο πλούτος κριτήριο κατάταξης των ατόμων σε τάξεις. Οι κοινωνικές αναταράξεις εξελίχτηκαν σταδιακά σε καθημερινό φαινόμενο και ο καθένας προσπαθούσε να ανελιχθεί στις ανώτερες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, έναν γιγαντιαίο κρατικό μηχανισμό, απόλυτα συστηματοποιημένο με τους δικούς του αυστηρούς κανόνες συμμετοχής των ατόμων. Το σύστημα δεν λειτουργεί μόνο εθνικά, αλλά και παγκόσμια, έχει κοινούς κώδικες ανά τον κόσμο.
Ένα άτομο για να είναι μέλος του θα πρέπει να πληρεί ορισμένες προϋποθέσεις: υποταγή, υπακοή,εργατικότητα, ανοχή και έλλειψη αντιδραστικότητας. Αν βέβαια διαθέτει πλούτο, τότε αυτοδικαίως ανήκει στην καθεστηκυία τάξη.Όποιος τολμά να αντιτάσσεται στο σύστημα, το βρίσκει απέναντί του με υψωμένο το τείχος του, έτοιμο να του επιτεθεί και να τον συνθλίψει.
Για πολλούς ένας τέτοιος άνθρωπος θεωρείται απλά ανόητος, που κλωτσά την τύχη του και καταδικάζει τον εαυτό του στην αφάνεια. Για άλλους θεωρείται επαναστάτης που θα ανατρέψει το σύστημα και θα φέρει την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη.
Σε κάθε περίπτωση έχει σκεφτεί ποτέ κανείς αν αυτός ο άνθρωπος, ο ανόητος ή επαναστάτης-ανάλογα από ποια οπτική γωνία το βλέπει κανείς- επιτελεί μιαν απλή λειτουργία; Έναν ρόλο προκαθορισμένο από το ίδιο το σύστημα;
Στην ιστορική διαδρομή του κόσμου είναι καταγεγραμμένες πράξεις ανθρώπων που χαρακτηρίστηκαν επαναστάτες, επειδή σε δεδομένη χρονική στιγμή αντιτάχτηκαν στο εκάστοτε σύστημα της εποχής τους.
Και σε αυτήν την κατηγορία πεφωτισμένων, πρέπει να γίνει μία διάκριση: 1) Τους επαναστάτες που θυσιάστηκαν για τα πιστεύω τους και 2) Τους επαναστάτες που αφού ολοκλήρωσαν την επανάστασή τους, έζησαν, καταλαμβάνοντας κάποια θέση στην κρατική εξουσία.
Και όχι ότι είναι κακό να ζήσει κάποιος ή ότι είναι κανόνας να πεθάνει στην μάχη για τα ιδανικά του, αλλά να, η κατοπινή του εξέλιξη και μεταμόρφωση σε μεγαλοαστό δεν συνάδει με το παρελθόν του, ιδίως όταν ακολουθεί τακτικές που μέχρι τότε αντιμαχόταν.
Για παράδειγμα, όταν κατηγορείς τους λίγους για συγκέντρωση του πλούτου και ξεσηκώνεις τον λαό με σκοπό την αναδιανομή του πλούτου, καταλήγοντας αργότερα να έχεις αποκλειστικά μόνος την πλειοψηφία του πλούτου συγκεντρωμένη στα χέρια σου, τότε τι αγωνιστής είσαι; Ή όταν πολεμάς έναν δικτάτορα επειδή σου στερεί την ελευθερία και την δημοκρατία και στην συνεχεία γίνεσαι εσύ δικτάτορας στο όνομα του λαού, τότε πάλι τι είσαι;
Μήπως το σύστημα προβλέπει την ύπαρξη των επαναστατών, ώστε να αποκλείει πιθανές πραγματικές και επικίνδυνες εξεγέρσεις, αφήνοντας αυτές τις ελεγχόμενες επαναστάσεις να κάνουν τον κύκλο τους και μετά όλα να γυρνούν στην προηγούμενη ήσυχη κατάστασή τους;
Βέβαια όταν το σύστημα αντιλαμβάνεται την δύναμη κάποιου από τους επαναστάτες και την πρόθεσή του πραγματικά να αλλάξει τον κόσμο, τότε τον « θυσιάζει » μετατρέποντάς τον σε αιώνιο σύμβολο της επαναστατικότητας. Για τους άλλους, του χεριού του, το μέλλον τους είναι στρωμένο με δάφνες, συγκεκριμένα με άνεση και καλοπέραση, αρκεί φυσικά να αλλοτριωθούν και να δηλώσουν υποταγή στο σύστημα.Τελικά υπήρξαν, υπάρχουν, θα υπάρξουν ποτέ πραγματικοί επαναστάτες;
Κατερίνα Μουρτζίνη


ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΔΟΚΙΜΙΟ…..

Σκέφτηκε, η ζωή είναι πουτάνα, γι΄αυτό και δεν πρέπει να την λυπάσαι. Την ξεζουμίζεις και όταν καταλάβεις ότι δεν έχει να σου δώσει κάτι άλλο, τότε την παρατάς, την πετάς σαν στυμμένη λεμονόκουπα.
Το παράθυρο είχε θέα την Ακρόπολη. Ένα τέλειο σκηνικό για ερωτευμένους ή ρομαντικούς. Γι’ αυτόν όμως σ’ αυτήν την περίπτωση φάνταζε ανούσια, σχεδόν αόρατη. Θα προτιμούσε να μην έβλεπε τίποτα, το παράθυρο να ήταν χτισμένο με τούβλα ή στην καλύτερη να έβλεπε σε ακάλυπτο.
Συχνά στην ζωή του ανθρώπου έρχεται η στιγμή που πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις για τον ίδιο, την εξέλιξή του, σπανιότερα δε για την ίδια του την ύπαρξη. Τότε δεν μετράνε τα υλικά αγαθά που έχει αποκτήσει στην μέχρι τότε πορεία του, παρά μόνο τα άυλα, πχ η αγάπη που έχει πάρει και έχει δώσει, η φιλία, η συντροφικότητα. Αν σ’ αυτά τα ερωτήματα δώσει περισσότερες αρνητικές απαντήσεις σημαίνει ότι κάπου έχει χάσει τον στόχο του. Ο πλούτος και η πολυτέλεια σε καμία περίπτωση δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν την αγάπη. Και τότε απορεί σκεπτόμενος: ‘ Τί έκανα και αποθάρρυνα τους άλλους να με αγαπήσουν; Ή τί έπρεπε να κάνω και δεν έκανα ώστε να αγαπηθώ; ’.
Οι σκέψεις είναι η χειρότερη τιμωρία του ανθρώπου. Πολλοί νομίζουν ότι με την λογική μπλοκάρουν το συναίσθημα και αποφεύγουν έτσι τον πόνο. Μόνο που συνήθως οι σκέψεις οδηγούν στο συναίσθημα και στην τρέλα, από τον βομβαρδισμό του εγκεφάλου με πρέπει, γιατί, ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις που δεν θέλουν απαντήσεις παρά μόνο συναίσθημα.
Τότε η λύση που πρέπει να δοθεί φαντάζει μονόδρομος. Κλείνει τα αφτιά του και αναισθητοποιείται. Μόνον ο δυνατός επιβιώνει, αυτός που δεν δένεται συναισθηματικά και απλά ζει, απλά διασκεδάζει χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους, τις απόψεις και τα αισθήματα που τρέφουν γι’ αυτόν.
Αν πάλι, είναι από τους ανθρώπους εκείνους που χαρακτηρίζονται ως « ευαίσθητοι », τότε τα πράγματα είναι μάλλον δύσκολα και το μέλλον δυσοίωνο. Είναι καταδικασμένος να περάσει την ζωή του παγιδευμένος σε ερωτήσεις, αμφιβολίες, πόνο και απόρριψη, εκτός και αν είναι τόσο τυχερός και έχει δίπλα του ανθρώπους που μόνο τον αγαπούν και δεν τον πλησιάζουν για κάποιον άλλο λόγο,
Τι είναι λοιπόν φρονιμότερο; Η ευαισθησία ή η αναισθησία; Η χαρά ή ο πόνος; Ο προβληματισμός ή η ανεμελιά;
Σε ποια κατηγορία υπάγει ο καθένας τον εαυτό του; Υπάρχουν στην πραγματικότητα στεγανά ή μήπως όλοι μας αποτελούμε μείγματα και των δύο κατηγοριών, με εντονότερη κάποια από τις δύο ανάλογα τις συνθήκες, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε και τα βιώματά μας;
Κατερίνα Μουρτζίνη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΛΕΧΑΙΝΙΤΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ


[1]Ανδρέας Μπασιλάρης


Εμφανίστηκε στα γράμματα με το φιλολογικό ψευδώνυμο, Ηλίας Καμπίτης. Γεννήθηκε στα Λεχαινά το 1914 και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάτρα. Σπούδασε στην Νομική σχολή της Αθήνας, όπου και έζησε έκτοτε. Πρωτοεμφανίστηκε στην « Ελληνική Δημιουργία » του Σπύρου Μελά. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Ο ίδιος ασχολήθηκε με την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Αποτέλεσε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών.
Κύρια έργα του αποτελούν: « Φως μέσα από τις γρίλιες » (1949), « Φλογισμένα Χρόνια » (1953), « Με τα φτερά του μύθου » (1972), « Ελεγείο για έναν μικρό τιτάνα » (1976), « Τα χορικά της μεγάλης νύχτας 17 Νοέμβρη » (1979), « Η μεγάλη πορεία » (1981), « Περιμένοντας τους βαρβάρους » (1973) και είναι θεατρικό έργο.
Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή « Κραυγές »:

Αυτός κι Εμείς


Ήταν ένας άνθρωπος κάτω στις φάμπρικες
που όλο φώναζε
κι’ όλο ζητούσε.
Ήταν ίδιος σαν και μας.
Όμως αντί για καρδιά
είχε ένα χρυσό νόμισμα.
Όταν πέθανε
οι άλλοι ξέχασαν τις φωνές του.
Τον τύλιξαν στη σημαία τους,
τον κατευόδωσαν κ’ έκλαψαν.
Αυτοί είχαν καρδιά.



Μυρόφυλλο

« Όχι μην παραδώσουμε
Τα όπλα του αγώνα τα ιερά ».
Αυτός που κάποτε το είπε
τον σκότωσαν σ’ ένα ψηλό βουνό.
Τον πρόδωσαν τα’ αδέλφια του από δειλία.
Τα κορίτσια δεν έκλαψαν το χαμό του
γιατί είχαν πεθάνει,
κι’ η Αντίσταση κι’ η Νίκη κι’ η Λευτεριά.
Αντί για καμπάνες, χτύπησαν πολυβόλα.

[1] « Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών »- Μορφωτική Ένωση Λεχαινών, « Ηλειακή Γραμματολογία »- Τάκης Δόξας.